Βαρβάρα Δούκα: μιλώντας για το Θέατρο και την Κέρκυρα

Βαρβάρα Δούκα: μιλώντας για το Θέατρο και την Κέρκυρα

Βαρβάρα Δούκα: μιλώντας για το Θέατρο και την Κέρκυρα

Το θέατρο αποτελεί και αυτό κομμάτι της Κέρκυρας. Με την παρουσία του San Giacomo ως θεατρικής σκηνής από τις αρχές του 18ου αιώνα, και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με την «εξειδίκευσή» του στο ανέβασμα ρεπερτορίου όπερας, καθώς και με την εν γένει μουσική και πολιτισμική ιστορία του νησιού, στην Κέρκυρα έχουμε να λέμε ότι διαθέτουμε πλούσια πολιτισμική παράδοση. Ταυτόχρονα όμως, η «παράδοση» μπορεί να αποτελέσει ένα παραπέτασμα που να μας «απομακρύνει» από τη σύγχρονη τέχνη, που και αυτή παράγεται στο νησί μας.

Η Βαρβάρα Δούκα, η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας, μίλησε για όλα τα παραπάνω στο sindetiras και στον Αλέξανδρο Αηδονίδη.

Έχετε δραστηριοποιηθεί καλλιτεχνικά αλλά έχετε διδάξει κιόλας και σε Ελλάδα και σε εξωτερικό, ενώ έχετε ασχοληθεί επίσης και με τις σχέσεις του πολιτισμού με την κοινωνία μέσα από διάφορες δράσεις. Εσείς όπως το αισθάνεστε, θα παρομοιάζατε την κάθε καλλιτεχνική πορεία με ένα ταξίδι όπως αυτό του Οδυσσέα; Είναι δηλαδή γεμάτη αναζητήσεις, περιπέτειες, αλλά και δυσκολίες και εμπόδια;
Κοιτάξτε, ο Οδυσσέας είναι πολύ μεγάλος ήρωας, και νομίζω τα κεφάλαια της ιστορίας του θα μπορούσαν να αντιστοιχήσουν κάθε φορά στη ζωή μας. Δηλαδή άλλες φορές είναι οι Λαιστρυγόνες, άλλες φορές οι Κύκλωπες, άλλοτε είναι η Τηλεμάχεια, άλλοτε είναι κάτι άλλο. Γενικότερα τα ταξίδια για μας τους Έλληνες έχουν οπωσδήποτε τη σφραγίδα του Οδυσσέα, γιατί ήταν ο μεγαλύτερος ταξιδευτής, και ταυτίζεται και ο ελληνικός χαρακτήρας πολύ με τον Οδυσσέα. Με την πονηριά, με το καταφερτζίδικο, με το ότι θα τα καταφέρει, με το ότι θα τα ξεπεράσει όλα, με τη νοσταλγία της πατρικής γης, και όλα αυτά. Όχι, νομίζω ότι κάθε καλλιτεχνικό ταξίδι είναι πολύ προσωπικό, είναι του καθενός προσωπική εμπειρία, να διαβεί το Ρουβίκωνα και να ανταπεξέλθει σε ερωτήματα, σε αναζητήσεις, σε αν θέλετε αιτήματα της εποχής, γιατί είναι και αυτό. Χρειάζεται δηλαδή να αφουγκραστείς την εποχή και να αποφασίσεις και προς τα πού θα πας. Οπότε κάθε φορά είναι καινούριο ταξίδι, είναι καινούρια Ιθάκη με καινούριο προορισμό.

Εσείς όμως αυτή τη στιγμή έχετε κάνει τη στάση σας στο νησί των Φαιάκων, αφού από το 2018 είστε καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας.
Ναι, ελπίζω να μην κάνω τη στάση αυτή την τελευταία που μπαίνει στο ενύπνιο. Να μην ήταν όλα ένα όνειρο στο νησί των Φαιάκων και μετά ξυπνήσω κάπου αλλού, σε μια άλλη πατρίδα, στην αληθινή πατρίδα. Δεν ξέρω! Μπορεί μετά από τους Φαίακες να βρω την Ιθάκη μου.

Όμως είτε είστε στην Κέρκυρα, είτε στην Ιθάκη, έτσι κι αλλιώς έχετε μία βάση σε έναν τόπο ο οποίος – επιτρέψτε μου – είναι πλούσιος σε πολιτισμό και σε ιστορία, όπως άλλωστε όλα τα Ιόνια Νησιά. Αλλά είναι ταυτόχρονα και λίγο απόμακροι σαν τόποι, από άλλους που έχουν πολύ πιο έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, όπως π.χ. Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αυτό τι συναισθήματα δημιουργεί σε κάποιον ο οποίος είναι καλλιτέχνης και έχει την ανάγκη και να δημιουργήσει, αλλά και να συμμετέχει ή να παρακολουθεί και άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες πέρα από τις δικές του;
Εγώ ήρθα στην Κέρκυρα σε μια ηλικία και σε ένα καλλιτεχνικό στάδιο που πίστεψα πάρα πολύ, και πιστεύω ακόμα, στην ανάγκη αληθινής δημιουργίας σε μικρότερη κλίμακα. Δεν πιστεύω ότι αυτό που γίνεται στην Αθήνα είναι αυτή τη στιγμή η αληθινή αναζήτηση. Η αληθινή είναι σε μικρότερες κλίμακες, και ο κορονοϊός μου το απέδειξε. Ότι πρέπει να γυρίσουμε σε μικρότερους κύκλους για να βρούμε, να επαναπροσδιορίσουμε, πραγματικά πάλι τι θέλουμε να πούμε. Και έτσι είμαι πάρα πολύ καλά που είμαι σε μικρή κλίμακα. Εκεί που υπάρχει πρόβλημα πάντα στις επαρχίες, όχι μόνο της Ελλάδας, είναι ότι πολλές φορές η ερασιτεχνική δημιουργία ή η αυθόρμητη πολιτιστική δημιουργία των κατοίκων, θεωρείται μία κρατούσα πολιτιστική δομή. Αλλά δυστυχώς ο επαγγελματισμός, το επαγγελματικό θέατρο είναι αυτό που μπορεί να φέρει πραγματική αναζήτηση, η έρευνα είναι αυτό που μπορεί να φέρει κάποια αλλαγή.

Αλλιώς, υπάρχει μία ας πούμε εκδηλωσιακή εξυπηρέτηση, που είναι πάρα πολύ σημαντική στην Κέρκυρα και σε όλα τα Ιόνια. Οι άνθρωποι ξέρουν από μουσική, βρίσκεις χορωδίες και ορχήστρες παντού, αυτό σημαίνει ένα επίπεδο διαμεσολάβησης του πολίτη με την τέχνη, και αυτό είναι μία βάση. Επίσης υπάρχει κοινό, πηγαίνει ο κόσμος να δει θέατρο. Εμείς έχουμε πάντα θεατές, ό,τι και αν κάνουμε, από μία απλή δράση μέχρι τις παραστάσεις μας. Αυτό που συνήθως όμως συμβαίνει, είναι πολλές φορές είτε ερασιτεχνικά σχήματα, είτε οι χορωδίες οι τοπικές, και όλη αυτή η υπερδραστηριότητα η τοπική να υπερκαλύπτει την ανάγκη του κόσμου για ψυχαγωγία και να πιστεύουμε ότι είναι αυτό αρκετό. Δεν είναι αυτό αρκετό στην αναζήτηση της τέχνης.

Και εδώ μου δίνετε την ευκαιρία να περάσω στην επόμενη ερώτηση που ήθελα να σας κάνω, ότι πέρα από την πολιτισμική παράδοση που έχουμε εδώ στο νησί, με τις μουσικές κατά κύριο λόγο και τις χορωδίες άλλα όχι μόνο, το έχουμε να παινευόμαστε λίγο, και λόγω και της βενετσιάνικης εποχής του νησιού, ότι συναντηθήκαμε πολύ νωρίς με την τέχνη του θεάτρου.
Δεν συναντήθηκαν όμως ούτε όλα τα στρώματα, ούτε και αυτό σημαίνει ότι επειδή συναντήθηκε υπάρχει πολιτισμός.

Όχι απαραίτητα, έχετε δίκιο, το ένα δεν εξυπακούεται το άλλο.
Δηλαδή η ευαισθησία του Κερκυραίου για τη μουσική και για την τέχνη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι παράγεται πρωτογενής πολιτισμός.

Όχι, και με την παράδοση έχουμε μείνει λίγο κολλημένοι να το πω;
Επαναπαυμένοι, θα έλεγα εγώ. Επαναπαυμένοι ότι αυτό είναι μία αρκετή δραστηριότητα και έτσι όμως δεν δίνονται χρήματα στην έρευνα, δεν δίνονται χρήματα στον σύγχρονο πολιτισμό. Δηλαδή το να φτιαχτεί ένα καινούριο έργο, να πριμοδοτηθούν οι ομάδες που υπάρχουν στο νησί καλλιτεχνικές και χορευτικές και ο σύγχρονος χορός, ή το σύγχρονο θέατρο όπου εμείς εκπροσωπούμε με έναν τρόπο. Και για αυτό κι εγώ επέλεξα αυστηρά στις παραγωγές μου να είναι έργα πρωτόπαικτα και καινούρια, και με ενδιαφέρον για την κοινότητα.

Οπότε σήμερα στην Κέρκυρα, ποια είναι η πραγματική ενασχόληση με το θέατρο και ποιο είναι το πραγματικό ενδιαφέρον για το θέατρο; Και σε επαγγελματικό και σε ερασιτεχνικό επίπεδο, έτσι όπως το νιώθετε και το εισπράττετε εσείς.
Κοιτάξτε, το ΔΗΠΕΘΕ είναι ένας πολύ μεγάλος θεσμός που αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι εκπληροί και τις καταστατικές του υποχρεώσεις. Δηλαδή παράγει πρωτογενές θέατρο, απασχολεί ανθρώπους επαγγελματίες του νησιού, εκμεταλλεύεται και ανθρώπους που έχουν προϋπάρξει ερασιτέχνες και μετά μέσα από μία εκπαίδευση πέρασαν στον επαγγελματικό στίβο, διατηρεί τα εργαστήρια τα οποία φτιάχνουν και καινούριους θεατές, προσπαθεί να πριμοδοτήσει καινούριες δράσεις, δράσεις που εμπλέκουν την κοινότητα, υπάρχει δηλαδή μία παρουσία και στα κοινωνικά δρώμενα, υπάρχει μια παρουσία και στον κινηματογράφο. Οπότε γύρω από το ΔΗΠΕΘΕ μπορούν να συσπειρωθούν πολλοί νέοι άνθρωποι που αναζητούν δημιουργία, αναζητούν καινούρια έκφραση και θέλουν να φτάσουν κάπου.

Κλείνοντας να σας ρωτήσω τι να περιμένουμε στο μέλλον από το ΔΗΠΕΘΕΚ; Τι μας ετοιμάζετε σε νέες παραστάσεις;
Καταρχάς θα ολοκληρωθεί η επόμενη παράσταση της προγραμματικής μας μέχρι το τέλος του 2022, που είναι το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λάσπη», σε σκηνοθεσία της Χρυσάνθης Αυλωνίτη. Είναι μια νέα σκηνοθέτιδα, που έχει σκηνοθετήσει ήδη το 2020 το παιδικό έργο «Σταχτάρες», και θα σκηνοθετήσει τρεις Κερκυραίους ηθοποιούς στο έργο του Χατζηγιαννίδη που διαπραγματεύεται την ιδιοκτησία. Θα παίξει η Σοφία Τόμπρου, ο Γιάννης Μουμούρης, και η Θώμη Καρύδη. Αυτό θα ανέβει τώρα το Νοέμβριο και με αυτό κλείνουμε για το 2022.

Τον Μάιο της επόμενης χρονιάς θα παρουσιάσουμε το αμερικάνικο musical “Last Five Years”, μια ρομαντική κωμωδία που περιγράφει τη ζωή ενός ζευγαριού, ένα έργο σχέσεων με την εξαιρετική μουσική του Jason Robert Brown, σε συμπαραγωγή με την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής. Είχαμε τις τελικές ακροάσεις στο ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και θα παιχθεί στην Αθήνα και στην Κέρκυρα. Στην αρχή του χρόνου θα ανακοινώσουμε το υπόλοιπο ρεπερτόριο του 2023 και ελπίζουμε το καλοκαίρι να έχουμε το Θέατρο μας στο Μον Ρεπό.

Σχετικά άρθρα