Τρεις γυναίκες, εσύ

Τρεις γυναίκες, εσύ

Τρεις γυναίκες, εσύ

Δεν είναι εύκολο. Όχι, δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλάς για ό,τι σε πονά. Για τις πληγές και τις αδυναμίες σου, το παρελθόν και τους φόβους σου. Και ένα κομμάτι σου, σε έχει κάνει να πιστεύεις πως γι’ αυτό δεν πρέπει να μιλάς. Πως πρέπει να το περνάς μόνος. Ότι είσαι μόνος. Πως η ιστορία αυτή είναι μόνο δική σου. Λες ότι αν το σκαλίσεις, αν πας να ξαναμπείς εκεί μέσα, πάλι θα πονέσεις. Δεν έχει νόημα. Τα σκέφτεσαι και μόνος σου. Τα λόγια, έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δομηθούν και να βγουν ώστε να γίνεις κατανοητός στους άλλους, να μεταφράσεις ό,τι βιώνεις. Κάθεσαι και κλαις και μόνος σου. Τι ωφελεί να τα μοιραστείς;  Άσε, οι πληγές θα κλείσουν. Είναι πιο ασφαλές και βολικό έτσι. Χρόνο θες. Υπομονή. Υπομονή. Θα αντέξεις. Έχεις αντέξει τόσα και τόσα. Έφτασες ως εδώ. Νιώθεις πως χάνεσαι, αλλά είσαι ακόμα εδώ. Νιώθεις ευάλωτος, αλλά το τέλος δεν έχει έρθει. Και κλαις. Και με εγωισμό, συνεχίζεις ν’ αρνείσαι να μιλήσεις. 

Συνεχίζεις ν’ αρνείσαι τους άλλους ανθρώπους. Συνεχίζεις ν’ αρνείσαι πως θα σε καταλάβουν. Συνεχίζεις να πιστεύεις πως θα σε κρίνουν για τα συναισθήματά σου, τις σκέψεις σου, τα γεγονότα. Σου έχει συμβεί στο παρελθόν άλλωστε. Να σου ισοπεδώσουν κάτι που για σένα είχε ισχύ, όμορφο ή επίπονο και να σε αφήσουν να αιωρείσαι μόνος σε ένα κενό, ξεριζωμένος από το μέσα σου, να αναρωτιέσαι για το τι είναι αλήθεια, για το ποιος είσαι, αν όσα είσαι είναι λάθος. Ήταν τότε που ήθελες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, πριν ν’ ανοίξεις το στόμα σου. Ήταν τότε που σκέφτηκες πως δεν θα μπορούσες να περιμένεις κάτι διαφορετικό. Ήταν τότε που ένιωσες για μία ακόμη φορά, πως καλύτερα θα ήσουν μόνος.

Είναι δύσκολο. Και είναι κοινό. Ο ανθρώπινος πόνος. Η αίσθηση της αποτυχίας. Η πεποίθηση ότι κάτι κάνουμε λάθος. Η ανάγκη μας να έχουμε τον έλεγχο. Όπως είναι κοινή μας η ανάγκη να νιώθουμε λειτουργικοί και παραγωγικοί, η ανάγκη να δημιουργούμε, η ανάγκη να ανήκουμε, να μοιραζόμαστε, η ανάγκη για αγάπη. Γι’ αυτό επιστρέφουμε εκεί. Γι’ αυτό κάνουμε κύκλους. Μοιάζει τόσο φυσιολογικό. Μοιάζει αυτή να είναι η φύση της ζωής. Ο κύκλος. Το απόλυτο μοτίβο που το βρίσκουμε να υπάρχει σε όλα, ενώ παράλληλα όλα υπάρχουν την ίδια στιγμή και αυτό που αλλάζει είναι η προοπτική μας. Η Προοπτική, επαναλαμβάνω, για να δείξω πιο έντονα. 

Κι εκεί που άρχισες να νομίζεις – αναγνώστη μου – ότι δεν υπάρχει κάποια ιστορία εδώ και θα συνεχίσω να μιλάω σχεδόν αόριστα καταντώντας ανεπανόρθωτα βαρετή, σε ενημερώνω ότι, αν και τα παραπάνω αφορούν πλήθος καταστάσεων στη ζωή του καθενός μας, αν και μπορεί να έχεις ήδη ταυτιστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε όλα όσα διαβάζεις, η βάση και η αρχή, η αφορμή είναι Τρεις Γυναίκες. Τρεις διαφορετικές γυναίκες, η Φύση της Αγάπης. Και το θέμα; Ω! Εσύ εκεί, που κάνεις να φύγεις! Μην ξενερώνεις! Το θέμα σε αφορά, άνθρωπέ μου! Τόσο πολύ! Απόλυτα! Γιατί το θέμα είναι η απώλεια, είναι και η ζωή.

Η Πρώτη γυναίκα, λοιπόν, προσπαθούσε δέκα χρόνια να κάνει παιδί. Και λέω προσπαθούσε, γιατί έμενε έγκυος, αλλά ερχόταν η μία αποβολή μετά την άλλη ((θέλω να ελπίζω ότι δεν σοκάρει η λέξη “αποβολή”). Κάθε φορά που συνειδητοποιούσε πως ήταν έγκυος, χαιρόταν κι έτρεμε μαζί. Πλέον, είχε μάθει να μην κάνει σχέδια. Είχε μάθει να μη μιλάει ούτε στους άλλους. Δεν άντεχε τα βλέμματα λύπησης. Ούτε εκείνα τα βλέμματα που απαξίωναν την αγωνία της. Ούτε τα κενά, συμβατικά, αμήχανα λόγια. Το χειρότερο: δεν άντεχε να τη ρωτάνε τι έφταιγε, δεν άντεχε να πιάνει στις φωνές τους εκείνη τη συχνότητα, που μαρτυρούσε το υπονοούμενο ότι η ίδια δεν ήταν ικανή. Δεν άντεχε να ψάχνει πού έκανε λάθος. Τι θα μπορούσε να έκανε λάθος; 

Μα είχε επιτέλους μια κύηση που πήγαινε καλά. Προχωρούσε. Με προσοχή βέβαια, λόγω της καταπόνησης του παρελθόντος, αλλά προχωρούσε. Έμπαινε στον έκτο μήνα. Και είχε ξεκινήσει να πιστεύει και να καρτερεί. Ο σύζυγος το ίδιο. Οι γύρω τους το ίδιο. Αλλά… Δεν κράτησε πολύ, δεν άντεξε το σώμα της. Άνοιξε και το έμβρυο έφυγε. Μπήκε όμως σε θερμοκοιτίδα. Είχε κάποιες ελπίδες να επιβιώσει. Μετά από λίγες μέρες, η Πρώτη γυναίκα μύρισε λιβάνι. Το είχε συνδυάσει με κακά μαντάτα. Και μετά την ειδοποίησαν. Το κοριτσάκι δεν τα είχε καταφέρει.

Η Πρώτη γυναίκα, πώς να μην πέσει σε κατάθλιψη; Όταν έσπασε η ένωσή τους; Όταν έμεινε η αγκαλιά της άδεια; Όταν διαλύθηκαν ξανά τα όνειρά της; Όταν ο χρόνος έμοιαζε να πηγαίνει πίσω και να στενεύει; Η γυναίκα ήταν βαθιά πληγωμένη, στο σώμα και στην ψυχή. Δεν άντεχε ν’ ακούει παιδικές φωνές. Δεν άντεχε ν’ ακούει τους άλλους να μιλάνε για τα παιδιά τους. Τους απέφευγε. Η χαρά τους τής θύμιζε κάτι χειρότερο από την ατυχία: την αποτυχία. Μα ήταν δυνατή. Και υπεύθυνη για τη μοίρα της. Και δεν ήθελε τον οίκτο κανενός. Πόσο μάλλον τον δικό της. Ο άντρας της τη θαύμαζε για την αξιοπρέπεια και το σθένος της. Ήταν τόσο δυνατή και γενναία, που δεν φοβόταν να του δείξει την αδυναμία της, την αδυναμία του. Κι ο ίδιος ένιωθε την καρδιά του ν’ αλαφραίνει, όταν μαζί όπως ήταν, ο πόνος και ο φόβος τους γίνονταν δάκρυα σε μάτια που έμεναν ανοιχτά στη συνέχεια της ιστορίας τους. Αυτή ήταν η Προοπτική τους. 

Μέρα με τη μέρα, περνώντας οι μήνες, η Πρώτη γυναίκα το είχε πάρει πια απόφαση. Θα έκανε τα πάντα. Και ξαναέμεινε έγκυος. Το σώμα της ταλαιπωρημένο όσο ποτέ, δεν θα άντεχε κανενός είδους ταλαιπωρία. Κατά τον τρίτο μήνα, ο γιατρός έκρινε απαραίτητο η γυναίκα να κάνει εισαγωγή στο νοσοκομείο. Όπως κι έγινε. Η Πρώτη γυναίκα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της εγκυμοσύνης της αυτής στο νοσοκομείο. Ο σύζυγος τής έφερνε ό,τι χρειαζόταν απ’ έξω. Τον έβλεπε να μπαίνει στην αίθουσα, έτσι, “!”, με την κατακόρυφη, παλλόμενη ένταση ενός θαυμαστικού, με την ψυχή στο στόμα, όπως ανέβαινε τρέχοντας στις σκάλες, να δει αν όλα ήταν ακόμα καλά. Και τη σαρακοστή εβδομάδα γεννήθηκε η κόρη τους. Τα κατάφεραν. Ποτέ όμως δεν ξέχασε τα άλλα της παιδιά. Τα κουβαλά πάντα, με μια ήρεμη, γλυκόπικρη γεύση.

Η Δεύτερη γυναίκα δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει παιδί. Δεν είπε ποτέ με σιγουριά, δεν ένιωσε ποτέ ξεκάθαρα και χωρίς αμφιβολία το «Θέλω να γίνω μάνα» της Πρώτης γυναίκας. Την άγχωνε η ιδέα να είναι υπεύθυνη για κάποιον άλλο πέρα από τον εαυτό της, σε μια εποχή και υπό ένα κράτος τεράστιας οικονομικής, υγειονομικής και ηθικής αβεβαιότητας. Μα εκείνες τις στιγμές που οι σκέψεις δεν χωρούσαν – στιγμές αργές, γεμάτες από ζωή και παρουσία – εκείνες τις στιγμές που η δημιουργία έρεε ανεμπόδιστη, ελεύθερη, ήξερε πως όλα ήταν αποδεκτά. Ήξερε πως ένα παιδί που θα ερχόταν από μια τόσο όμορφη στιγμή, θα ήταν ευλογία. Και μία από εκείνες τις στιγμές, η ζωή πιάστηκε μέσα της. Δεν ήταν απερισκεψία. Ήταν το θάρρος τους και η εμπιστοσύνη σε ό,τι υπάρχει. Γιατί ο νους πάντα λέει τα άλλα. Τα δικά του.

Μετά από τρεις εβδομάδες, είχε όλα τα συμπτώματα της περιόδου της, αλλά όχι την ίδια την περίοδο (θέλω να ελπίζω ότι δεν σοκάρει η λέξη “περίοδος”). Και ήταν ογδόντα επτά τις εκατό σίγουρη πως ήταν έγκυος. Και άλλο τόσο ίσως τρομοκρατημένη. Και άλλο τόσο ενθουσιασμένη. Ο σύντροφος το ίδιο. Ούτε εκείνος, όπως η Δεύτερη γυναίκα, είχε πει ποτέ με ακλόνητη βεβαιότητα «Θέλω να γίνω μπαμπάς». Όχι, δεν το σκεφτόταν, δεν έκρινε ότι του ήταν απαραίτητο. Ήταν μια χαρά όπως ήταν οι δυο τους, του άρεσε η ηρεμία τους, του άρεσε που δεν είχαν πολλές υποχρεώσεις. Ο νους τους δεν φαινόταν να είχε σκοπό ν’ αντιδράσει ποτέ σε αυτό. Πήγαν όμως στον γυναικολόγο σχεδόν γνωρίζοντας… Είχαν εμπιστοσύνη. Θα ήταν καλοδεχούμενο. Η γυναίκα μπήκε μόνη της στην αίθουσα εξέτασης, αφήνοντας τον σύντροφο στην αίθουσα αναμονής. Δεν ήξερε αν μπορούσε να έχει και τον φίλο της μαζί. Έπρεπε να ήταν σίγουρα έγκυος για να τη συνοδεύσει; Δεν ήξερε.

«Αυτή είναι η μήτρα. Εδώ βλέπουμε τον τράχηλο… και εδώ – το βλέπετε αυτό; Είναι ο αμνιακός σάκος. Εδώ είναι το έμβρυο. Έχουμε εγκυμοσύνη».

Αναπάντεχο. Όχι το νέο. Το δάκρυ. Τι ήταν εκείνα τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της; Από πού είχε έρθει αυτή η συγκίνηση; Ω, μα θα γινόταν μαμά. Κάθε άγχος, κάθε τι άσχετο με τη στιγμή, με την επιβεβαίωση, δεν είχε θέση στην αλήθεια της. Ο χρόνος είχε βγει από τα όριά του και η Δεύτερη Γυναίκα βρισκόταν σε μια αέναη αγκαλιά. Επιστρέφοντας στην αίθουσα αναμονής, ο φίλος της, ενώ εμπιστευόταν την αίσθηση της γυναίκας, συνειδητοποίησε κι αυτός πλέον αυτό που συνέβαινε. Το πώς έχουν τα πράγματα. Έγινε ένα “κλικ” στους εγκεφάλους τους. Είχαν πλέον αυτήν την προτεραιότητα. Δεν έμοιαζε με υποχρέωση. Έμοιαζε με κάτι καινούργιο. Έμοιαζε με αποστολή για έναν νέο κόσμο. Η γυναίκα όμως έπειτα από εκείνη τη μέρα της επιβεβαίωσης, αρκετές φορές ένιωθε να σαμποτάρει την κύηση με την ψυχολογία της. Δεν μπορούσε να το ελέγξει. 

Τις επόμενες μέρες, το άγχος, οι αμφιβολίες κυριάρχησαν. Όπως την κυριαρχούσαν και πολύ πριν την εγκυμοσύνη, σαν το μόνιμο χαλί – “χάλι” – κάτω από τα πόδια της. Εντάξει, υπήρχαν ώρες, ίσως και μέρες που το τοπίο στο κεφάλι της ήταν ηλιόλουστο, αλλά οι περισσότερες δεν ήταν. Το γενικότερο πλαίσιο της ζωής της εκείνη την περίοδο έφερε πληγές που ακόμα δεν είχε διαχειριστεί. Το έμβρυο είχε έρθει και μεγάλωνε σε ένα σώμα που ήταν ταλαιπωρημένο από την ψυχολογία της και δεχόταν διαρκώς χτυπήματα. Ο πόνος ήταν σχεδόν μόνιμα εκεί. Η ίδια μεγάλωνε μέσα του. Μέσα σε ένα αφιλόξενο σπίτι, σε σεισμογενές έδαφος. Και οι αλλαγές, οι νέες ορμόνες έκαναν την κατάσταση εκείνη πιο έντονη. Αισθανόταν εγκλωβισμένη. Και δεν μιλούσε. Τι να έλεγε; Ένιωθε ντροπή για όσα ένιωθε. Ένιωθε ντροπή που δεν μπορούσε να βρει τη χαρά. Που δεν μπορούσε να παρέχει στο έμβρυο ένα ήρεμο σπίτι. Δεν ήθελε βοήθεια, ήθελε την αυτοτιμωρία. Το μόνο που μπορούσε να κάνει για ν’ αλαφρύνει ήταν να ξεσπάει με κλάματα. Κλεινόταν στο δωμάτιο να μην ακούγεται κι έκλαιγε με κραυγές, βάζοντας για σιγαστήρα κάποιο μαξιλάρι.

Στην όγδοη εβδομάδα, θ’ άκουγαν την καρδιά. Πήγαν κι οι δύο ενθουσιασμένοι στον γιατρό, ο μπαμπάς με κάμερα, έτοιμος να καταγράψει. Ο γιατρός έψαχνε. Δεν ακουγόταν κάτι. Κατάλαβαν πως αυτό το κάτι που έλειπε, δεν ήταν καλό. Μετά από μια εβδομάδα, η Δεύτερη γυναίκα απέβαλε. Κανείς πέρα από το κλειστό οικογενειακό περιβάλλον δεν ήξερε ότι ήταν έγκυος, έτσι δεν είχε να υποστεί τη λύπησή τους και την ανάγκη τους να βρουν οπωσδήποτε κάτι να πουν ή – ίσως – και να δεχτεί την υποστήριξή τους. Κατηγορούσε όμως τον εαυτό της γι’ αυτήν την κατάληξη, παρόλο που ο γιατρός της είχε πει ότι η φύση δεν θα συνέχιζε κάτι που δεν είχε τη δύναμη να αντέξει. Επειδή κατηγορούσε η ίδια τον εαυτό της, ένιωθε ότι την κατηγορούσε κι ο πατέρας της, ο οποίος δεν καταλάβαινε γιατί, τι είχε πάει στραβά, τι μπορεί να έκανε η κόρη του λάθος, τι θα μπορούσε να κάνει στο μέλλον ώστε να μην ξανασυμβεί αυτό. Ο πατέρας θυμόταν τις περιπέτειες που είχαν με τη γυναίκα του. Σίγουρα ανησυχούσε ότι η ατυχία ήταν κληρονομική. Μα αυτό ήταν κάτι που δεν το χρειαζόταν η Δεύτερη γυναίκα. Η Δεύτερη γυναίκα είχε τη δική της ιστορία. Αυτή ήταν η Προοπτική της.

Τρία χρόνια μετά κι ενώ ακόμα δεν είχε πει στον εαυτό της «Θέλω να γίνω μάνα», η Δεύτερη γυναίκα ήξερε από την πρώτη στιγμή. Από τη στιγμή που έγινε. Εκείνη τη στιγμή που έγινε, είδε το σώμα της να κάνει το μεγάλο ταξίδι στο σύμπαν και να βρίσκει ένα κομμάτι του να το προσκαλεί, να το μεγαλώσει μέσα της. Το πίστευε. Μια βδομάδα μετά, άρχισε να το λέει στον σύντροφό της. Λίγο δύσπιστος. Ήταν πολύ νωρίς. Η γυναίκα ζήτησε να κάνει μια β-χοριακή. Ναι. Ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Και πάλι δάκρυα. Εκείνη η εγκυμοσύνη κράτησε, πήγε καλά. Είχε τα πάνω της, τα κάτω της. Όλα ήταν σε μια ισορροπία, με τη γυναίκα να αφήνεται να απολαμβάνει την απόλυτη έκφραση του εαυτού της. Ήταν θεραπευτική και αποσαφηνιστική η εγκυμοσύνη εκείνη. Όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν, όλα να έχουν θέση στις μέρες εκείνες. Η αγωνία, η αναστάτωση, το άγχος, η ηρεμία, οι αμφιβολίες, η ανασφάλεια, η ομορφιά. Η μουσική, η γκρίνια, ο ήλιος, η γκρίνια, το χιούμορ, η γκρίνια, το φαγητό, η γκρίνια, η αγάπη, οι μικροπανικοί.

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, η Δεύτερη γυναίκα ένιωσε πιο δυνατή από ποτέ, όταν τόλμησε να μιλήσει για την αδυναμία της. Όταν ένιωσε ασφαλής και ανοιχτή να μιλήσει για την αποβολή της σε περισσότερους ανθρώπους του κύκλου της. Ένιωσε ανοιχτή να ρωτήσει λεπτομέρειες για τις απώλειες της Πρώτης γυναίκας. Ένιωσε ότι ήθελε να πλησιάσει και να την πλησιάσουν. Αυτή ήταν η Προοπτική της. Και την πλησίασε η Τρίτη γυναίκα, που προσπαθούσε καιρό τώρα να μείνει έγκυος και μόλις είχε τη δεύτερή της απώλεια. 

Η Τρίτη γυναίκα ξεκίνησε αναζητώντας πληροφορίες για το πώς να δράσει ιατρικά μετά την αποβολή, κάνοντας απόξεση (θέλω να ελπίζω ότι δεν σοκάρει η αλήθεια). Πού να κάνει απόξεση; Πόσο κοστίζει η απόξεση; Μα μετά τα πρακτικά και αφού πέρασε μια εβδομάδα με επίπονες κράμπες στην πληγωμένη της περιοχή που – παρά τη φαρμακευτική αγωγή – δεν την άφηναν να κοιμηθεί και την έκαναν να απελπίζεται με τη σκέψη πως κάτι πήγαινε πολύ λάθος, μπορούσε και ήθελε μόνο να συγκεντρωθεί εκεί που πονούσε πιο πολύ. Στις κοινές τους εμπειρίες με τη Δεύτερη Γυναίκα, στη Γυναίκα, στη Φύση της Αγάπης. Εκεί όπου ο πόνος είναι μοιρασμένος, τον κουβαλάμε όλοι και όλες και έτσι μας είναι πιο ελαφρύς. Εκεί όπου όλοι είμαστε ίσοι και δυνατοί. Αυτή ήταν η Προοπτική της.

Η Τρίτη γυναίκα, η Δεύτερη, η Πρώτη γυναίκα, η κάθε γυναίκα, ο κάθε άντρας κατάλαβαν πως έχουμε πάντα την επιλογή και τη δύναμη να μοιραζόμαστε και να αφήνουμε τον λυγμό μας να φανερωθεί. Βλέπουμε τον λυγμό να απελευθερώνεται από το στήθος, σαν τριχόμπαλα για καιρό σκαλωμένη και να ακολουθεί η ιστορία και η ανάγκη του ανθρώπου σαν νερό, μιλώντας με γνώριμες δονήσεις μέσα μας. Αυτός ο λυγμός μιλάει μέσα μας, κατοικεί στο στήθος όλων μας. Μας κάνει να θέλουμε να αγκαλιάσουμε τον άλλο άνθρωπο. Μετουσιώνει τον πόνο και τον φόβο, τον κάνει αγάπη. Εκεί όπου δεν υπάρχουν λάθη και αποτυχίες. Εκεί όπου τίποτα δεν χρειάζεται να συγχωρεθεί, να φτωχύνει, να στενέψει, να χωρέσει και να κρυφτεί πίσω από ένα “ταμπού”.

Όλοι μας φοβόμαστε, αλλά είναι αλήθεια πως μαζί φοβόμαστε λιγότερο. Και το πιο γενναίο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε ποτέ, είναι να είμαστε Άνθρωποι και να ζητήσουμε βοήθεια. Η Φύση της Αγάπης είμαστε εμείς, οι Άνθρωποι-Μαχητές, η Προοπτική μας.

 

Ειρήνη Ιγγλέζη

“Δεν μπορείς να εμποδίσεις τα πουλιά της θλίψης να πετούν πάνω από το κεφάλι σου, αλλά μπορείς να τα εμποδίσεις να φτιάξουν φωλιές στα μαλλιά σου” – Παλιά κινέζικη παροιμία

Κάτοχος Integrated Master του τμήματος Τεχνών Ήχου και Εικόνας, με ειδικότητα τη δημιουργία ταινιών μικρού μήκους. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, γλυκάθηκα από το μάθημα του Σεναρίου και ξεκίνησα να γράφω σε ένα blog. Μέσα από τη σχολή, θυμήθηκα κι επιβεβαίωσα ότι γράφοντας συγκινούμαι, διασκεδάζω, πονάω, εκφράζομαι, περνάω καλά, εκτονώνομαι. Η μικρή Ειρήνη το ήξερε πολύ καλά αυτό, αλλά δεν έδωσε ποτέ της σημασία… Τόσο φυσικό και φυσιολογικό τής φαινόταν, που δεν υπήρχε λόγος να το κάνει θέμα.

Σχετικά άρθρα