Το “Βαγκαμπόντο” της Πέπης Γιάννου (συνέντευξη)

“Βαγκαμπόντο” ονόμαζαν κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας στην Κέρκυρα το χαμίνι του δρόμου. Επίσης είναι και ο τίτλος από το πρώτο μυθιστόρημα της Πέπης Γιάννου, το οποίο κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα, συγκεκριμένα στις αρχές Αυγούστου του 2023.

Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου και βυθιζόμενος μέσα στις σελίδες του, αισθάνθηκα ότι ταξίδευα στην Κέρκυρα του 19ου αιώνα. Μια Κέρκυρα λαμπρή από την μία, καθώς στο μυαλό και τις ψυχές κάποιων γεννιέται το ιδανικό της ανεξαρτησίας, ταυτόχρονα όμως από την άλλη και σκοτεινή, αφού οι γνώριμοι τόποι που περιδιαβαίνουμε ακόμη και σήμερα, το παλιό λιμάνι, οι καρντελάκουες, τα γραφικά της καντούνια, τα προάστιά της Γαρίτσα και Μαντούκι, περιγράφονται μέσα από τα μάτια των περιθωριακών τη κοινωνίας.

Η χαρά μου να ξανασυναντηθώ με την Πέπη σε μια συνέντευξη-συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο του Βαγκαμπόντο αλλά και για το πώς γράφτηκε το βιβλίο, μου «έλυσε» πολλές απορίες για μια Κέρκυρα διαφορετική από όσα έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα να διαβάζουμε.

Κείμενο και φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αηδονίδης

-Στο Βαγκαμπόντο, μέσα από τα μάτια του Μάρκου, του πρωταγωνιστή του βιβλίου, παρουσιάζεται μια Κέρκυρα του 19ου αιώνα διαφορετική από αυτήν που έχουμε σαν “λαμπερή” εικόνα. Παρουσιάζεται ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση, η κοινωνική ανισότητα, οι ίντριγκες ανάμεσα στις τάξεις, αλλά αγγίζεις και θέματα που μέχρι τώρα ήταν μάλλον ταμπού, όπως για παράδειγμα η ανδρική πορνεία ανάμεσα στους Άγγλους και τους άκληρους πρόσφυγες της Κέρκυρας. Από πού άντλησες στοιχεία για αυτή την απόκρυφη πλευρά της Κέρκυρας;
Φυσικά η πηγή είναι τα ιστορικά αρχεία της Κέρκυρας. Η βασική έμπνευση για τον ήρωα ήταν μια καταγραφή που είχα εντοπίσει ενώ έκανα το μεταπτυχιακό μου, όπου υπήρχε καταγεγραμμένο όντως ένα παιδί το οποίο ήταν δώδεκα ετών, ορφανό, άστεγο και di padre agnoto (αγνώστου πατρός). Και εξαιτίας αυτού, η υπηρεσία είχε αναλάβει να καταχωρήσει στα κατάστιχά της το επίθετο του ως «Μούλος». Επίσης και οι συνευρέσεις Άγγλων στρατιωτών με ανθρώπους του περιθωρίου στο λιμάνι κλπ, υπάρχουν καταγεγραμμένες και αυτές στα αρχεία, ως καταγγελίες, υπήρχε δηλαδή ανδρική πορνεία στην οποία ωθούνταν νεαροί -κυρίως πρόσφυγες- λόγω της ακραίας φτώχιας τους, αλλά και βιασμοί, που άλλοτε καταγγέλλονταν και άλλοτε όχι φαντάζομαι. Γενικά η αγγλική διοίκηση χαρακτηριζόταν από μια εντατική και λεπτομερή γραφειοκρατία, ώστε να μπορεί να ελέγχει τα πάντα, γι’ αυτό σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας ένα τόσο πλούσιο αρχειακό υλικό και συνεπώς μπορούμε να σκιαγραφούμε και να κατανοούμε σε βάθος αυτήν την ιστορική περίοδο.

Ποια ήταν όμως η ανάγκη σου να δείξεις αυτή την πλευρά της Κέρκυρας;
Γιατί θεωρώ ότι οι άνθρωποι του περιθωρίου είναι πάντα πιο γοητευτικοί. Βλέπεις την κοινωνία πιο καθαρά μέσα από αυτούς. Μέσα από τη ζωή δηλαδή περιθωριακών ανθρώπων, ανακαλύπτεις τα τρωτά σημεία μιας κοινωνίας. Δεν μπορείς να περιγράφεις τη ζωή ενός ανθρώπου που έχει ζήσει άνετα όλη του τη ζωή και που όλα του ήρθανε εύκολα. Εκεί δεν μπορείς να βρεις τίποτα ουσιαστικό, απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η δράση και το συναίσθημα. Αντιθέτως στην άλλη περίπτωση, στους ανθρώπους που παλεύουνε για την επιβίωση, φυσική και ψυχική, σου προσφέρονται πάρα πολλά σημαντικά στοιχεία για να καταλάβεις το πώς εξελισσόταν και πώς ήταν διαρθρωμένη τότε η κοινωνία.

-Και το κλίμα της εποχής; Πώς κατάφερες να το αναπαραστήσεις;
Καθώς εγώ δεν είχα φυσικά βιωματική προσέγγιση στην εποχή, την ατμόσφαιρα μπόρεσα -όσο αυτό ήταν δυνατό βέβαια- να τη μεταφέρω μέσα από  τη γνώση του ιστορικού πλαισίου της εποχής, καθώς και από διηγήσεις κι εντυπώσεις περιηγητών, από λαογραφικές πληροφορίες, ακόμα και από λογοτεχνικά κείμενα. Επίσης, όπου το απαιτούσε το κείμενο και είχα κενά, γνώριζα σε ποια βιβλιογραφία να ανατρέξω για να καταφέρω έτσι να είμαι πιο ακριβής στις περιγραφές και να μπω και πιο έντονα στο κλίμα της εποχής.

-Ο Μάρκος είναι κατά βάση ένας τραγικός ήρωας. Διαθέτει ευγενική ψυχή, οι περισσότεροι όμως γύρω του προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν. Στο τέλος του βιβλίου όμως, γνωρίζει την καλοσύνη και ξεφεύγει από την αναπόφευκτη μοίρα του. Δεν είναι λίγο άδικο αυτό για τους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίου; Ο Μάρκος σώζεται, μα η κοινωνία μας δεν γίνεται καλύτερη.
Ο καθένας πορεύεται σύμφωνα με τις επιλογές του. Στο τέλος, παρά τις όποιες λάθος αποφάσεις του, ο ήρωας, έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, νιώθει πάλι ελεύθερος, προσανατολισμένος προς το καλό και τον έρωτα. Οι περισσότεροι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν είναι έρμαια της τύχης και των παθών τους, όπως είναι άλλωστε πάντα και το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας, διαχρονικά. Εκείνο που θα ήθελα να διδάσκει ο χαρακτήρας του Μάρκου είναι η προσωπική ενδοσκόπηση, η αναγνώριση του καλού και του κακού και φυσικά η επαγρύπνηση για την ελευθερία, εξωτερική και εσωτερική.

-Το Βαγκαμπόντο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά αρκετά πράγματα ακόμη και σήμερα δεν έχουν αλλάξει. Χαμίνια στους δρόμους ίσως να μην υπάρχουν, αλλά η κοινωνική αδικία εξακολουθεί να υφίσταται. Προβάλλεται η σημερινή κοινωνία στους ήρωες του Βαγκαμπόντο;
Πάντα θα υφίσταται κοινωνική αδικία και χαμίνια αν δεν υπάρχουν στους δικούς μας δρόμους σήμερα, στις μεγαλουπόλεις σίγουρα υπάρχουν. Χαμίνια, άνθρωποι δηλαδή χωρίς ευκαιρίες μπορούν κάλλιστα να ζουν και κάτω από μια στέγη έχοντας μια πολύ κακή ποιότητα ζωής, παλεύοντας για την επιβίωσή τους. Αυτοί πιστεύω αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας που δυστυχώς ολοένα και μεγαλώνει.

Επίσης, κάθε χαρακτήρας του βιβλίου, θέλω να πιστεύω πως είναι απόλυτα διαχρονικός. Όλοι έχουμε συναντήσει έναν αγριοφρόκαλο πονηρό που σκύβει τη μέση του σε κάποιον που θεωρεί ισχυρό οικονομικά και κοινωνικά για τα προσωπικά του συμφέροντα. Όλοι γνωρίζουμε μια γυναίκα η οποία απατά τον άνδρα της και θέλει να ξεφύγει από τη ζωή της, αλλά και όλοι μας έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή με καλούς και αγνούς ανθρώπους που μας αγάπησαν και μας βοήθησαν στα δύσκολα. Οπότε στις σελίδες του βιβλίου όλοι οι χαρακτήρες είναι αναγνωρίσιμοι στον κάθε αναγνώστη.

-Ποια ήταν τα συναισθήματά σου καθώς έγραφες το βιβλίο; Πώς είναι δηλαδή να δημιουργείς έναν κόσμο που οι ήρωες κινούνται “ανεξέλεγκτα” όσο κι αν εσύ τους κατευθύνεις;
Καταρχάς έγραφα όχι με την πρόθεση να κάνω ένα βιβλίο, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου, απλώς το έκανα για να διασκεδάσω πρώτα εγώ. Βέβαια πάντα πρέπει να ξέρεις ότι έχεις κάποιον αποδέκτη για τα γραπτά σου. Είχα κάποιους αποδέκτες φίλους μου, που τμηματικά το διαβάζανε και μου λέγανε, προχώρα γιατί θέλουμε να δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια! Όμως ,το ίδιο παράδοξο συναίσθημα είχα κι εγώ. Δηλαδή έγραφα, αγωνιώντας να δω τι θα συμβεί παρακάτω. Είναι λίγο μεταφυσικό όλο αυτό, δεν μπορώ να το εξηγήσω λογικά, γιατί νομίζω ότι εδώ μπαίνει και λίγο το υποσυνείδητο που σε οδηγεί μόνο του. Όπως έγραφα λοιπόν έτσι ξεφυτρώνανε και οι διάφοροι χαρακτήρες, που ορίζανε την πλοκή και την εξέλιξη του έργου. Δηλαδή δεν τους είχα πλάσει από την αρχή στο μυαλό μου, ούτε είχα κάνει καν κάποιο σκελετό του βιβλίου. Ξεπρόβαλαν από μόνοι τους, μπαίνανε στο σκηνικό και κολλούσαν άψογα με την ιστορία.

-Ήσουν αυτή που έφτιαξες το περιοδικό “Πορτόνι” που κυκλοφόρησε για χρόνια και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό, τώρα κυκλοφόρησες το πρώτο σου βιβλίο το “Βαγκαμπόντο”. Τι να περιμένουμε στο μέλλον από εσένα;
Το Πορτόνι μπορεί να το ξεκίνησα σαν ιδέα, αλλά το φτιάξαμε ένα σύνολο ανθρώπων που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα και θέλαμε τα ίδια πράγματα. Για αυτό το λόγο ακριβώς είχε τόση επιτυχία και αγκαλιάστηκε από τόσο πολύ κόσμο. Ήταν μια συλλογική δουλειά. Επόμενος κοντινός στόχος, που είναι ήδη στα σκαριά, είναι η δημιουργία μιας επετειακής έκδοσης του Πορτονιού με επιλεγμένα κείμενα από όλα τα τεύχη και που πιθανότατα θα κυκλοφορήσει γύρω στα Χριστούγεννα. Γενικά όμως, μακροπρόθεσμα σχέδια δεν κάνω σχεδόν ποτέ!

-Καλή επιτυχία λοιπόν Πέπη!
Σε ευχαριστώ πολύ Αλέξανδρε!

Το ιστορικό μυθιστόρημα “Βαγκαμπόντο” της Πέπης Γιάννου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Άλλωστε” και θα το βρείτε στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της πόλης της Κέρκυρας. Επίσης μπορείτε να το αναζητήσετε για να το παραγγείλετε online, ή μπορείτε να το παραγγείλετε και μέσω του βιβλιοπώλη σας σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Σχετικά άρθρα