Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα

Στα τέλη του 19ου μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (μέχρι δηλαδή τις “ξέγνοιαστες” εποχές να σκοτεινιάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), στη δυτική Ευρώπη επικρατεί ένα ενθουσιασμός για τα αντικείμενα τέχνης της Άπω Ανατολής. Η μυστηριώδης ασιατική ήπειρος, με τον παντελώς διαφορετικό πολιτισμό και τις παράξενες συνήθειες των ανθρώπων της, έμοιαζε ως κάτι το μαγικό στα μάτια των Δυτικών. Και η έκθεση στο Παρίσι ιαπωνικών τυπωμάτων ξυλογραφίας από τον εκδοτικό οίκο Γκονγκούρ το 1850, στάθηκε αρκετή ώστε η “καλή κοινωνία” της εποχής να αποκτήσει το νέο της πάθος.

Κατά την περίοδο αυτή του ενθουσιασμού για την ασιατική τέχνη, θα βρεθεί στη Δυτική Ευρώπη ο Έλληνας διπλωμάτης Γρηγόριος Μάνος, γόνος παλιάς Φαναριώτικης οικογένειας. Υπηρετώντας ως πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη κατά τα έτη 1890 έως και 1910, γνώρισε και παθιάστηκε και αυτός με τη σειρά του με τα αντικείμενα τέχνης από τις χώρες της Ασίας. Ξεκινώντας να συλλέγει αντικείμενα, τα οποία πωλούνταν από τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία διαθέτοντας μια συλλογή η οποία αριθμούσε περίπου 9.500 αντικείμενα. Εγκαθίσταται στο Παρίσι πλέον, όπου εκεί η κυριότερη απασχόλησή του ήταν η συμπλήρωση των κενών της συλλογής του καθώς και η ταξινόμησή της.

Το 1919 εξαντλημένος οικονομικά από το πάθος του για την τέχνη της Ανατολής, αποφασίζει – και παρά τις πιέσεις η συλλογή του να παραμείνει στη Γαλλία – να παραχωρήσει τη συλλογή του στο Ελληνικό Δημόσιο ώστε να αποκτήσει και η Ελλάδα ένα μουσείο με αντικείμενα ασιατικής τέχνης. Σαν αντάλλαγμα ζητά μια μικρή μηνιαία σύνταξη καθώς και να είναι και ο πρώτος ισόβιος διευθυντής του μουσείου που επρόκειτο να δημιουργηθεί.

Στην αρχή ζητά να στεγασθεί η συλλογή του στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Παλαιά Βουλή. Όταν όμως η πρότασή του αυτή δεν ευδοκιμεί, επιλέγει ως εναλλακτικό χώρο το Παλάτι των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου στην Κέρκυρα. Στην απόφασή του αυτή ο Μάνος, ίσως να επηρεάστηκε και από τους δεσμούς του με την τότε βασιλική οικογένεια.

Το 1924 τελικά ο Μάνος και η συλλογή του φτάνουν στην Κέρκυρα. Οι δυσκολίες αρκετές ώστε να στηθεί το μουσείο, ενώ το ελληνικό δημόσιο (παρά τον αρχικό «ενθουσιασμό» του) αρνείται να δώσει τις σχετικές πιστώσεις οι οποίες ήταν απαραίτητες για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό που απαιτεί το στήσιμο ενός μουσείου. Μετά από αρκετές ταλαιπωρίες και τεράστιες προσπάθειες, τα εγκαίνια του Σινοϊαπωνικού Μουσείου στην Κέρκυρα λαμβάνουν χώρα το 1927. Ο Μάνος ωστόσο δεν θα προλάβει να χαρεί για μεγάλο διάστημα την τιτάνια προσπάθειά του για τη δημιουργία του μουσείου, καθώς τον επόμενο χρόνο πεθαίνει σε ηλικία 79 ετών.

Η συλλογή του Μάνου περιλαμβάνει έργα τέχνης κυρίως από Κίνα και Ιαπωνία, υπάρχουν όμως και λίγα έργα από την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ και το Σιαμ (σημερινή Ταϊλάνδη). Μεταξύ αυτών, κεραμεική, πορσελάνες, ορειχάλκινα, ξυλόγλυπτα και ζωγραφικά έργα, τυπώματα, όπλα, εξαρτήματα οπλισμού κ.ά.

Η λειτουργία του μουσείου στάθηκε πόλος έλξης για πολλές άλλες δωρεές, με αποτέλεσμα σήμερα το μουσείο να περιλαμβάνει περίπου 15.000 αντικείμενα ασιατικής τέχνης. Ιδιαίτερα η δωρεά Χατζηβασιλείου το 1973 με την προσθήκη 400 έργων από την Ινδία, το Πακιστάν, το Θιβέτ, και τη Νοτιανατολική Ασία, άλλαξε τον αυστηρά σινοϊαπωνικό χαρακτήρα του μουσείου και οδήγησε στη μετονομασία του σε Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, το μοναδικό μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Ασίας.

Σχετικά άρθρα