Γιατί και πότε να πάω σε ψυχολόγο
Γιατί και πότε να πάω σε ψυχολόγο
Γιατί και πότε να πάω σε ψυχολόγο
15 Σεπτεμβρίου 2020Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται σχετικά με τη χρησιμότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, αλλά και για το πότε πρέπει να αναζητήσει κανείς τη βοήθεια ενός ψυχολόγου. Άλλοι μπορεί, απλά, να αμφισβητούν την αναγκαιότητα λέγοντας ότι «αφού μπορώ να τα πω με έναν καλό φίλο ή στην οικογένεια και να νιώσω καλύτερα, γιατί να πάω σε ψυχολόγο;». Αν πράγματι ένας φίλος μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα και να κάνουμε αλλαγές στη ζωή μας προς την κατεύθυνση που επιθυμούμε, τότε βέβαια δεν χρειάζεται να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ψυχολόγου.
Κυρίως, όμως, εδώ αναφερόμαστε στις περιπτώσεις εκείνες που ένα άτομο παρουσιάζει συμπτώματα όπως επίμονη αίσθηση ανικανοποίητου, συναισθήματα θλίψης, μοναξιάς, αποτυχίας, έντασης και άγχους. Τον απασχολούν δυσκολίες επικοινωνίας στις διαπροσωπικές του σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, εργασιακές). Παρουσιάζει δυσκολίες στον έλεγχο του θυμού (βία, επιθετικότητα) ή προβλήματα λόγω κακοποίησης (σωματικής, συναισθηματικής ή/και σεξουαλικής). Περιπτώσεις που το άτομο αντιμετωπίζει δυσκολίες προσαρμογής σε κάθε είδους αλλαγές που συμβαίνουν στη ζωή του. Αντιμετωπίζει σεξουαλικά προβλήματα ή ανησυχίες. Αντιμετωπίζει έντονες διακυμάνσεις του σωματικού του βάρους που μπορεί να συνδέονται με κάποια διατροφική διαταραχή (ψυχογενής ανορεξία, βουλιμία, παχυσαρκία, συναισθηματική υπερφαγία). Αναφερόμαστε ακόμα και σε περιπτώσεις που το σώμα μιλάει μέσα από τα συμπτώματα. Ανεξήγητη κόπωση, αϋπνία, συχνοί πονοκέφαλοι, ημικρανίες, στομαχικές διαταραχές και μία πληθώρα άλλων συμπτωμάτων είναι ο τρόπος του σώματος να πει ότι κάτι το άτομο δεν κάνει καλά. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πολλές ακόμα, το άτομο, ακόμα και μετά από συζητήσεις και συμβουλές από φίλους και συγγενείς, νιώθει ότι το πρόβλημά του δεν έχει γίνει κατανοητό, ότι κάτι είναι μπερδεμένο, πολύπλοκο, άλυτο, τον απασχολεί και επανέρχεται χωρίς ο ίδιος να μπορεί να νιώσει καλύτερα ή να ελέγξει την καθημερινότητα της πραγματικότητάς του.
Η ψυχολογική θεραπεία βασίζεται στο διάλογο και τη σκέψη. Όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του και τα προβλήματα που τον απασχολούν, ο ψυχολόγος μπορεί να βοηθήσει να ανακαλύψει τι τον δυσκολεύει, να αποκρυπτογραφήσει τις αιτίες των συμπτωμάτων του και να πάρει απαντήσεις σε πολλά «γιατί» που τον βασανίζουν. Όλα αυτά, κατά βάση, δεν είναι πάντα ορατά από το συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε επίγνωση για όλα αυτά. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν, είναι μία ειδική τεχνική, η τεχνική που χρησιμοποιεί ο ψυχολόγος, που θα βοηθήσει να συνειδητοποιηθεί και να αναλυθεί αυτό το υλικό και να γίνει κατανοητό τί ακριβώς ήταν αυτό που φαινόταν δυσεπίλυτο και τόσο ασαφές στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να αλλάξουμε συμπεριφορές και να βρούμε τις λύσεις που ψάχνουμε. Τελικά, ο ενδιαφερόμενος θα διαπιστώσει ότι αυτός είναι που αντιμετωπίζει το πρόβλημα, αλλά με την καθοδήγηση και την παρέμβαση του ψυχολόγου.
Παρόλα αυτά, για τους περισσότερους ανθρώπους η επίσκεψη σε έναν ψυχολόγο αποτελεί μέχρι σήμερα ταμπού. Ενώ, η επίσκεψη σε έναν οδοντίατρο όταν πονάει το δόντι ή στον καρδιολόγο όταν υποψιάζονται κάποιο πρόβλημα με την καρδιά είναι αυτονόητη. Οι περισσότεροι δεν θα αναζητήσουν βοήθεια, θεωρώντας ότι μπορούν να τα καταφέρουν και συνεχίζουν να ζουν με κάποια από όλα τα ανωτέρω συμπτώματα, αφήνοντας μέσα τους ανοιχτές πληγές που κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε σοβαρότερες παθήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση, ακόμα και για τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ ψυχολόγου και ψυχιάτρου. Ο ψυχολόγος δεν είναι ιατρός και παρόλο που μπορεί να γνωρίζει αρκετά για τα φάρμακα, δεν μπορεί να προτείνει φαρμακευτική αγωγή, όπως ο ψυχίατρος. Είναι, όμως, και αυτός εκπαιδευμένος στη διάγνωση και στα υγιή χαρακτηριστικά του νου. Επίσης, μπορεί να συμβαίνει από φόβο για την αλλαγή ή για το τι θα συνειδητοποιήσει το άτομο για τον εαυτό του. Όμως, η απόφαση να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ψυχολόγου υποδεικνύει ότι ακόμα αγωνιζόμαστε, έχουμε ελπίδες και όνειρα και ότι θέλουμε να εξελιχθούμε. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία σημαντική ένδειξη «υγείας». Γι΄ αυτό, το πιο σημαντικό είναι το κίνητρο. Πρέπει να νιώσουμε την ανάγκη και τη δύναμη να αλλάξουμε. Τότε ο ψυχολόγος μπορεί να γίνει ο συνοδοιπόρος στο ταξίδι της προσωπικής εξέλιξης, αρκεί εμείς να αποφασίσουμε να γυρίσουμε σελίδα στο βιβλίο της ζωής μας.
Δείτε περισσότερα για την αρθρογράφο: