Ένα Χριστουγεννιάτικο Θαύμα στην Κέρκυρα του Πολέμου

Ένα Χριστουγεννιάτικο Θαύμα στην Κέρκυρα του Πολέμου

Ένα Χριστουγεννιάτικο Θαύμα στην Κέρκυρα του Πολέμου

Ο ήχος των μελαγχολικών βημάτων των στρατιωτών μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της χιονισμένης Πίνδου, μόνο ευχάριστα νέα δεν προμήνυε για την εξέλιξη αυτού του χειμώνα. Οι νίκες έμοιαζαν να είναι εύκολες, αλλά επάνω στο συννεφιασμένο ουρανό προβάλλονταν μαύρες σκιές, που άλλοτε έπαιρναν το σχήμα ενός βομβαρδιστικού αεροπλάνου, και άλλοτε το σχήμα ενός αγκυλωτού σταυρού, ο οποίος έδειχνε να προσπαθεί να σφίξει και να συνθλίψει ετούτη τη γη ανάμεσα στις στρατιές του και τις δυνάμεις που ορκίζονταν πίστη σε αυτόν. Η μέθη της μάχης, με τις βροντές των κανονιών και τις οβίδες που τράνταζαν συθέμελα το έδαφος, δεν αρκούσε για να τρέφει εύθραυστα όνειρα. Και η ανήλεη μυρωδιά της καπνισμένης μπαρούτης πολύ γρήγορα θα απλωνόταν και σε περιοχές που έφθανε ο αχός του πολέμου, μα που στον ορίζοντα δε φαινόταν κανένα απειλητικό σημάδι.

Η Κέρκυρα δεν αποτελούσε στρατηγικό σημείο κατά τη διεξαγωγή του ελληνοϊταλικού πολέμου. Δεν διέθετε βάσεις ανεφοδιασμού στρατευμάτων, ούτε κάποια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη, δεν αποτελούσε καν κομβικό σημείο για τις κινήσεις των στρατευμάτων στις επιχειρήσεις που λάβαιναν χώρα σε αυτό το κομμάτι της Μεσογείου. Αλλά ένας πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο με τα συμβατικά όπλα, και οι εξουσίες δεν επιβάλλονται μόνο μέσω της κατάκτησης εδαφών. Το μεγαλύτερο όπλο άσκησης εξουσίας είναι ίσως, από άκρη σε άκρη του νήματος της ανθρώπινης ιστορίας, η κατάκτηση και η εγκαθίδρυση συμβόλων. Η Κέρκυρα μαζί με τα υπόλοιπα Ιόνια Νησιά αποτελούσαν, ήδη από την εποχή της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, διακαή πόθο των Ιταλών, οι οποίοι τα παρουσίαζαν ως φυσικό απόγονο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.

Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί που εξαπολύθηκαν κατά του νησιού της Κέρκυρας, και οι οποίοι ξεκίνησαν από την πρώτη ημέρα του Νοεμβρίου, λίγες μόλις ημέρες δηλαδή μετά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, αποτέλεσαν ένα ιντερλούδιο, δίχως ωστόσο συνέχεια, επίδειξης πυγμής στις περιοχές του φαντασιακού χάρτη μέσω του οποίου ο Μουσολίνι ήλπιζε να αποδείξει την αξία του στους συμμάχους του στον Άξονα. Το νησί πολύ γρήγορα θα συνειδητοποιήσει πόσο ανυπεράσπιστο είναι απέναντι στους ουράνιους εχθρούς του. Μα ποιος όμως περίμενε πράγματι ότι η δική μας χώρα θα έμπαινε σε σύγκρουση με τα θεριά που λυσσομανούσαν επάνω από το κεφάλι της; Τι κέρδος θα είχαν αλήθεια οι ξένοι να μας μπλέξουν στον αγώνα τους για κυριαρχία, εμάς, μια χώρα με πλούσιους ανθρώπους αλλά με τόσο φτωχό βιοπορισμό; Και έτσι κανείς δεν είχε προετοιμαστεί για μια επικείμενη πολεμική περιπέτεια, γιατί οι ευρωπαϊκές μάχες ήταν τόσο κοντινές στις οροσειρές και τις θάλασσες του ελληνικού τόπου, αλλά ταυτόχρονα τόσο μακρινές στη σκέψη των ανθρώπων.

Ο ήχος της σειρήνας, που μέχρι τώρα όριζε τις ζωές των κατοίκων ετούτης της πόλης σηματοδοτώντας την έναρξη και τη λήξη της βάρδιας στα εργοστάσια, είχε μετατραπεί πλέον σε μια κραυγή αγωνίας και προειδοποίησης του επερχόμενου θανατικού. Ο πρωτόγνωρος αυτός εχθρός, που δεν μπορούσες να τον κοιτάξεις στα μάτια για να αναμετρηθείς μαζί του, οδήγησε τους κατοίκους της πόλης μακριά από τα σπίτια τους· στην εξοχή για όσους μπορούσαν, στις «μίνες» από τα φρούρια για όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν πιο μακριά. Η Κέρκυρα μέσα σε λίγες ημέρες από την έναρξη των βομβαρδισμών είχε μετατραπεί σε μια πόλη φάντασμα, και μαζί με τους κατοίκους την εγκατέλειψαν αναγκαστικά και οι αρχές της.

Το δρόμο της ασφάλειας της υπαίθρου θα πάρει και το αστικό νοσοκομείο της Κέρκυρας. Εάν η πόλη αποτελούσε πλέον μια παγίδα θανάτου για όσους επέλεγαν να παραμείνουν σε αυτή, η θέση του νοσοκομείου επάνω στο λόφο των φυλακών το καθιστούσε τον ευκολότερο στόχο ανάμεσα στα δημόσια καταστήματα για τους Ιταλούς πιλότους. Σε αυτή του την πορεία από το κτήριο της πρώην οικίας του διευθυντή των φυλακών μέχρι και την εγκατάστασή του στο Αχίλλειο και τις παιδικές εξοχές των Μπενιτσών, θα το ακολουθήσουν αυθόρμητα και με πλήρη γνώση του κινδύνου στον οποίο έθεταν τον εαυτό τους ο ιατρικός κόσμος της Κέρκυρας και εθελόντριες του Ερυθρού Σταυρού.

Οι συνθήκες μεταφοράς και νοσηλείας των ασθενών παραμένουν βέβαια δύσκολες και επικίνδυνες, ακόμη και στη νέα θέση του νοσοκομείου. Ακόμη δυσκολότερη γίνεται όμως η διαβίωση κατοίκων και ασθενών μέρα παρά μέρα, καθώς η μέγγενη του πολέμου απομυζά καθετί που ευδοκιμεί σε αυτό τον τόπο, είτε πρόκειται για τα αγαθά της γης, είτε πρόκειται για την αισιοδοξία των ανθρώπων. Ο καιρός θα κυλήσει επίπονα, με στερήσεις και αγωνίες, με το χωρισμό που φέρνει η στράτευση και ο θάνατος. Η Κέρκυρα θα «οργώνεται» σχεδόν καθημερινά από τις αεροπορικές επιδρομές, που άφηναν πίσω τους ουλές στα χτίσματα, στο σώμα και τις ψυχές των ανθρώπων.

Το βαρύ πέπλο του πολέμου σκέπαζε ασφυκτικά το νησί, μα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1940 η νύχτα είναι γλυκιά και αίθρια, λες και η πλάση φρόντισε να βάλει τα καλά της για να υποδεχθεί το θαύμα της επόμενης ημέρας. Αλίμονο όμως, η καθαρότητα αυτή της ατμόσφαιρας θα αποτελέσει ακόμη μια ευκαιρία για την ιταλική αεροπορία να γεμίσει με πληγές την κερκυραϊκή γη. Την ησυχία που βασίλευε στην πόλη και την ύπαιθρο θα την ταράξουν οι σειρήνες του συναγερμού, απομακρύνοντας βίαια τους κατοίκους του νησιού από την αγκαλιά του Μορφέα. Τα παιδιά που γεννήθηκαν στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας άκουσαν για πρώτο τους νανούρισμα το μανιώδες βουητό από τους έλικες των αεροπλάνων και το συριγμό των οβίδων, μέχρι αυτές να φθάσουν στο ραντεβού τους με το έδαφος, τα καταφύγια, τις κατοικίες. Η σφοδρότητα του βομβαρδισμού αυτού θύμιζε τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Συχνά ο κόσμος μιλούσε για την ανικανότητα των Ιταλών πιλότων, άλλοι θεωρούσαν ότι κατά βάθος δεν ήθελαν να βλάψουν το νησί. Απόψε όμως οι φωτιές και ο σαματάς στους δρόμους δεν άναψαν για χάρη της εορτής που περίμενε να ξημερώσει, αλλά ακόμη μια φορά για την ικανοποίηση του πρωτόγονου αισθήματος του ανθρώπου για υπεροχή.

Την ημέρα πλέον των Χριστουγέννων στο νοσοκομείο της Κέρκυρας θα εισέλθουν δώδεκα άτομα, τραυματίες του βομβαρδισμού της περασμένης νύχτας. Ο πραγματικός αριθμός των πληγέντων βεβαίως πολύ μεγαλύτερος από όσους αριθμεί η πένα της γραφειοκρατίας, ενώ φυσικά οι βόμβες δεν κάνουν διακρίσεις. Παιδιά και νέοι, γυναίκες, άνδρες, ηλικιωμένοι, περίμεναν με κρατημένη την ανάσα το πρώτο φως της χαραυγής, για να ψάξουν συγγενείς και αγαπημένα πρόσωπα και να μετρήσουν τις νέες τους πληγές. Η καταστροφή δεν είναι βιβλική, μα ο πόλεμος έδειξε ξανά το αληθινό του πρόσωπο· ένα πρόσωπο σκληρό και ανέκφραστο, που με παγωμένο βλέμμα χωρίζει τους ανθρώπους σε φίλους και εχθρούς. Το κλίμα βαρύ σε όλο το νησί, το ίδιο και στο νοσοκομείο.

Όμως κάτι απρόσμενο θα συμβεί για όσους βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου. Για μεσημεριανό το μενού του νοσοκομείου περιλαμβάνει γάλλο ψητό, συνοδευμένο από πατάτες και οίνο. Μετά από τόσες εβδομάδες που το συσσίτιο των ασθενών γίνεται κάθε μέρα ολοένα και πιο φτωχικό, να επιτέλους ένα πραγματικό γεύμα, και μάλιστα ένα αληθινό χριστουγεννιάτικο γεύμα! Η αχνιστή γαλοπούλα και το κρασί δε γιάτρεψαν μαγικά τους τραυματίες, ούτε και έδιωξαν μακριά τα ιταλικά αεροπλάνα. Μέσα στη δίνη του πολέμου όμως, έδωσαν μια νότα ελπίδας, στάθηκαν ως μια υπενθύμιση ότι τα απλά πράγματα είναι αυτά που φέρνουν χαρά στη ζωή, όσο και αν τα υποτιμούμε όταν τα έχουμε δεδομένα. Τα πρώτα Χριστούγεννα της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κύλησαν ήρεμα και σε ζεστή ατμόσφαιρα μέσα στο αστικό νοσοκομείο της Κέρκυρας. Οι ασθενείς αποκοιμήθηκαν εκείνη τη βραδιά έχοντας ζήσει ένα μικρό χριστουγεννιάτικο θαύμα, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να τους φέρει όμορφα όνειρα. Ήταν μια στιγμιαία ανάπαυλα που τη δικαιούνταν, καθώς οι ατέλειωτοι μήνες που θα ακολουθούσαν, έκρυβαν τις πιο δύσκολες και πρωτοφανείς καταστάσεις που επρόκειτο να γνωρίσουν στη διάρκεια της ζωής τους…

***

Η γαλοπούλα και ο οίνος των Χριστουγέννων του 1940, καθώς και τα γεύματα της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων του 1941 ήταν δωρεά του Σταματίου Δεσύλλα (υιός του βιομηχάνου Αλέξανδρου Δεσύλλα, διετέλεσε Δήμαρχος Κερκυραίων κατά τα έτη 1951-1955) προς το νοσοκομείο της Κέρκυρας.

Το παραπάνω αφήγημα στηρίχθηκε στα αρχεία του Αστικού Νοσοκομείου Κέρκυρας από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και στο ημερολόγιο του Γεωργίου Τσιριγώτη (1914-1989) και τις προφορικές αφηγήσεις της Μαρίας-Ιωάννας Λέλλα (1922-2002), των οποίων η κόρη γεννήθηκε τη νύχτα της 24ης προς 25ης Δεκεμβρίου του 1940.

Γράφει ο Αλέξανδρος Αηδονίδης

Το παραπάνω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος από το “Πορτόνι – περιοδικό κορφιάτικου ταμπεραμέντου” τον Δεκέμβριο του 2016 με τίτλο “Χριστούγεννα του 1940 στο Αστικό Νοσοκομείο Κέρκυρας”. 

Ευχαριστούμε το περιοδικό για την άδεια αναδημοσίευσης.

 

Σχετικά άρθρα