Απλά όνειρα, απλός κόσμος

Ας μπούμε σε αυτήν την αίθουσα σήμερα. Μοιάζει με αίθουσα θεάτρου. Έχει τις θέσεις σε επίπεδα, έχει τη σκηνή, τις κουρτίνες, τα φώτα και το σκοτάδι. Αλλά δεν θα δούμε θέατρο. Θα παρακολουθήσουμε μια ομιλία, μια περφόρμανς. Έναν αυτοσχεδιασμό που μαγειρεύεται με υλικά που οπωσδήποτε πρέπει να μαγειρευτούν, πριν σαπίσουν και βρομίσουν τα ντουλάπια και τα καλάθια μας. Κουλ. Κουλ. Φοράμε ό,τι θέλουμε, έχουμε μάσκα μαζί μας, τα κινητά μας καλό θα ήταν να μπουν στο αθόρυβο. Και είμαστε κουλ, είπαμε. Χαλαροί. Βέβαια, μια φορά ακόμη αν το πω, θα αρχίσεις να πιστεύεις πως μάλλον για κάτι αντίθετο πρόκειται.

Κοίτα κάτι ωραίες θέσεις, εκεί! Πάμε. Ααααχ και είναι και τα καθίσματα μαλακάααα. Και ακόμα δεν έχει κάτσει κάποιος μπροστά μας, να μας ενοχλήσει με την κεφάλα του. Τα φώτα χαμηλώνουν. Σβήνουν. Ξεκινάει. Οι κόκκινες κουρτίνες φωτίζονται. Η αυλαία ανοίγει. Μη, μη χειροκροτάς, όχι. Δεν κολλάει, πίστεψέ με. Ένα κρεβάτι μόνο υπάρχει εκεί πάνω. Άσε σου λέω, βρε πονηρέ το χειροκρότημα! Μπααααα!!! Ούτε ποπ-κορν. Άσε σού λέω, να ξεκινήσουμε. Τι μανία αυτή, ντε και καλά να ξεφύγεις! Δες. Μια κοπέλα βγήκε στη σκηνή. Φοράει μαύρα. Μονόλογος μου μυρίζει. Σταματάει στο κέντρο της σκηνής. Κάθεται στο κρεβάτι. Ανοίγει το στόμα και…

«Daydreaming… Να ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια… Έχει την ομορφιά του, καθώς σχεδόν πάντα θυμάμαι τι ονειρεύτηκα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μα και φυσικά το τι ονειρεύεσαι, γενικά, έχει να κάνει με τις πιο βαθιές σκέψεις σου, εκείνες που σε τρομάζουν, εκείνες που σε συναρπάζουν, εκείνες που επιμένεις να τις κάνεις, μήπως έτσι γίνουν πραγματικότητα. Καθισμένη είμαι, στο κρεβάτι, με το λάπτοπ στα πόδια μου. Άλλο ήθελα να κάνω αρχικά και άλλο τελικά κάνω. Όχι για κάποιον λόγο που μου επέβαλα, απλά επειδή έτσι ένιωσα. Τι σημασία έχει η σειρά με την οποία θα τα κάνω; Αφού κάποια στιγμή όλα θα τα κάνω. Έτσι λέω για να το πιστέψω. Για να πιστέψω τα πάντα. Ή σε μένα το λέω, ή σε όλους μας.

»Κάποια στιγμή θα βρεθώ εκεί που ονειρεύομαι. Ναι, το ξέρω, κι εδώ καλά είμαι. Βλέπω πώς με κοιτάτε μερικοί. Καλά είμαι, ναι. Προς το παρόν. Είμαι πολύ καλά, ζωντανή, υγιής, απ’ ό,τι φαίνεται, έχω μια στέγη, φαγητό, τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Τώρα. Για τώρα μιλώ. Απλά, γνωρίζω πως κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα έχουμε επ’ άπειρον. Κάποια στιγμή οι αγαπημένοι μου θα φύγουν, μπορεί βέβαια να φύγω εγώ πρώτα, ποτέ δεν ξέρει κανείς. Μα όποιος κι αν φύγει πρώτος, θα ήθελα να έχω τη χαρά να θεωρώ τώρα, άμεσα, τον εαυτό μου ασφαλή, θα ήθελα να ξέρω ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνη μου.

»Αλλά γιατί φοβάμαι τόσο πολύ ότι κάποιος θα μου πει “ΟΧΙ, δεν μπορείς, δεν γίνεται”! Τρέμω, μιλάμε! Μα, ασφαλής θέλω να είμαι, όχι να ζήσω πλούσια. Θέλω να έχω όσα χρειάζομαι για τη σωματική και ψυχολογική μου ακεραιότητα. Δεν θέλω κάποιος να έρθει και να μου τα δώσει, δεν θέλω κάποιος να έρθει και να μου τα πάρει. Να έρχεται και να μου τα παίρνει… Θέλω το δικαίωμα να τα κατακτήσω και να τα κρατήσω. Θέλω το δικαίωμα να τα κατακτήσω με τον τρόπο που εγώ θεωρώ σωστό, με τον τρόπο που ταιριάζει σε μένα».

 Η κοπέλα αφήνει το υποτιθέμενο λάπτοπ πάνω στο στρώμα, σηκώνεται από το κρεβάτι και κάνει κάποια αργά βήματα με το κεφάλι σκυφτό. Μετά κοιτάζει πέρα, πίσω από την τελευταία σειρά των θεατών.
«Ζω μαζί σας σε μια χώρα, σε ένα συγκεκριμένο και οριοθετημένο κομμάτι της γης. Μας ανήκει, λένε. Γι’ αυτό δεν έγιναν τόσοι πόλεμοι; Τόσοι σκοτωμοί και βασανιστήρια; Για να είμαστε ανεξάρτητοι, να έχουμε δικό μας σπίτι, να είμαστε αυτοδύναμοι. Θέλαμε κάτι δικό μας, τον προσωπικό μας χώρο, την έδρα μας, εκεί όπου εμείς θα κάναμε τα κουμάντα μας. Και έπρεπε η ανθρωπότητα να φτάσει σε αυτό το σημείο, να τσακώνονται τα αδέρφια – γιατί όλοι μας από την ίδια μάνα προερχόμαστε και το ξέρετε – για το ποιος θα φάει πιο πολύ από τη φρατζόλα. Και αυτός που ήταν πιο κοντά στη φρατζόλα, θα έπρεπε ή να την παραχωρήσει φοβισμένος κομμάτι-κομμάτι ή να την αρπάξει και να τη χώσει όλη μες το μάτι του ξένου αδερφού του.

»Αυτή η κατάστασή μας να βάζουμε όρια… Φτάσαμε ως εδώ γιατί κάπως έπρεπε να προστατεύσουμε και να προειδοποιήσουμε τον άλλον για το πότε πάει να παραβιάσει τον σεβασμό που απαιτούμε. Μας ανήκει αυτό το μικρό κομμάτι γης. Αφήστε που τώρα οι “δικοί” μας την ξεπουλάνε… Εμάς ακόμα μάς ανήκει. Αφού τα λεφτά είναι ψεύτικα, εμείς τα φτιάξαμε, για να βάζουμε αξία στα αγαθά και στα αντικείμενα. Και αν το καλοσκεφτείς, εμείς ανήκουμε στη γη, όχι η γη σε εμάς. Έχει γίνει ένα τεράστιο μπέρδεμα. Βλέπεις;  Αυτό το κρεβάτι μού ανήκει μόνο για όσο υπάρχω. Εγώ χρησιμοποιώ τα λεφτά και τα φτιάχνω με τον αγώνα μου, για να πάρω ένα κρεβάτι, να το στήσω σε αυτό το κομμάτι της γης, στη δική μας κληρονομιά, στον δικό μας ασφαλή χώρο. Τα λεφτά μπορεί να είναι χάρτινα και να τα νιώθω στα χέρια μου, αλλά ο αγώνας είναι βαρύς, τον νιώθω στον νου και στο σώμα μου. Και δυστυχώς γι’ αυτό ο αγώνας περιφρονείται. Γιατί είναι δικός μου. Γιατί δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλους, δεν μπορεί να αγοραστεί. Γι’ αυτό πάνε να τον σωπάσουν».

Η νεαρή στη σκηνή τώρα έχει γίνει νευρική. Φαίνεται αρκετά φορτωμένη. Η φλέβα στον λαιμό της πάλλεται γρήγορα – θα σκάσει; Φορτώνει, φορτώνει. Αν μπορούσε να βρίσει δημόσια, έτσι, μπροστά σε όλους μας, σίγουρα θα το έκανε σύντομα. Αλλά δεν της ταιριάζει. Όχι σήμερα.

«Μα πόσο αξίζει το μέλλον μου; Το μέλλον του αγαπημένου μου; Το μέλλον των φίλων μας; Το μέλλον των γονιών μας; Πόσο αξίζει το μέλλον σου; Η ζωή σου; Πρέπει να την αγοράσω; Πρέπει να την πουλήσω; Δεν ξέρω. Πόσο θα μου κοστίσει να πω “ΟΧΙ” σε ό,τι με βαραίνει, με καταπιέζει, με μειώνει, μου τρώει τα σωθικά μου και με κάνει να λιώνω μέρα με τη μέρα; Πόσο αξίζει μια ζωή, αν πάω να πω μια κουβέντα με έναν άλλον άνθρωπο και αρχίζω να κατεβάζω ένα σωρό μαρτύρια, ένα σωρό παράπονα και βλέπω τον εαυτό μου σαν μωρό που παραπονιέται στους κακούς γονείς του, επειδή δεν το τάισαν, δεν το έπαιξαν, δεν του άνοιξαν το παντζούρι να δει το φως του ήλιου; Δεν θέλω…

»Δεν θέλω να με στηρίζουν οι γονείς μου, δεν θέλω να είμαι ανασφάλιστη, δεν θέλω να κάθομαι και να μην κάνω κάτι που θα μου προσφέρει το δικό μου σπίτι, τη δική μου οικογένεια, το δικό μου παιδί. Ψιτ… Όσο γαλήνια κι αν μπορώ να νιώσω με μόνη μου συντρόφισσα την εσωτερική μου σιωπή, σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν βρεθώ, σε σκουπιδότοπο ή σε παλάτια, θα έρθει η στιγμή του τέλους μου. Τότε, το μόνο που θα με θλίψει θα είναι που δεν πρόλαβε το σώμα μου και δεν μπόρεσα να μιλήσω για όσα έχω μέσα μου σε ένα πλάσμα που βγήκε από μέσα μου. Πώς να το κάνουμε, οι άνθρωποι έχουμε και σώμα και πνεύμα. Είμαστε όντα, ύλη που συγκρατεί μέσα της αγάπη, αρχές, ιδέες, ενέργεια, δυνάμεις. Ζωή.

»Δεν μπορώ μόνη μου… Είμαι πολύ μικρή, δεν ξέρω όσα ξέρουν είκοσι άνθρωποι μαζί, δεν μπορώ να σηκώσω ένα τραπέζι μόνη μου, δεν μπορώ να σκεφτώ και να πω όσα θα έλεγαν δέκα άνθρωποι συνολικά. Αλλά θέλω. Θέλω ένα μικρό κομμάτι γης, ένα μικρό σπιτάκι να χωράει όσους αγαπώ, έναν κήπο με λαχανικά και φρούτα, ένα σκυλάκι ν’ ακουμπάει πάνω μας και να μας κάνει να ξεχνάμε τις στενοχώριες, θέλω να μη φοβάμαι να περπατώ μόνη μου στον δρόμο, θέλω να μη φοβάμαι να αρρωστήσω, γνωρίζοντας ότι το σύστημα υγείας είναι λειτουργικό, θέλω να είμαι σίγουρη ότι κάποιοι γύρω μου θα μπορούν να με στηρίξουν, θέλω υγιή εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, θέλω οι τσάντες τους να έχουν τα απαραίτητα για τη νοητική αλλά και πνευματική τους διαπαιδαγώγηση, θέλω τα παιδιά να μπορούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τη ζωή, θέλω οι γονείς μου να γεράσουν αξιοπρεπώς και να “φύγουν” πλήρεις, βουτώντας με χαρά στο λευκό φως, θέλω να χαίρομαι να χρησιμοποιώ τον φούρνο μου και να μη σκέφτομαι πόσο ρεύμα θα καταναλώσω και πόσο θα μου κοστίσει ένα ταψί κουλουράκια, θέλω να έρχομαι σπίτι σου και να σου φέρνω τα σπιτικά κουλουράκια και να μιλάμε για τις ομορφιές της ζωής, θέλω οι άνθρωποι να ξεθολώσουν το βλέμμα τους, να ανεβούν πάνω από τις σκέψεις τους και να ρουφήξουν τον αέρα των δυνατοτήτων.  Θέλω ν’ αγαπιόμαστε.

»Δεν θέλω ν’ απαντώ πια ότι είμαι άνεργη και να με κοιτάς σαν να είμαι κακομοίρα και να μου λες τα ίδια και τα ίδια. Δεν θέλω να μου λες ούτε το χαλαρό και αδιάφορο “Όλο και κάτι θα βρεθεί, υπομονή”, ούτε ότι δεν προσπαθώ αρκετά, αλλά ακόμα χειρότερα, δεν θέλω να είσαι κι εσύ στην ίδια κατάσταση μ’ εμένα. Θέλω να προσφέρω. Και δεν θέλω να με εκμεταλλεύονται, να με χρησιμοποιούν. Θέλω ό,τι δίνω, να παίρνω. Θέλω να νιώθω ζωντανή. Να νιώθω ότι μετράω. Θέλω ν’ αγαπιόμαστε».

Θέλει ν’ αγαπιόμαστε, ναι. Στέκεται απέναντί μου, απέναντί σου. Με όραμα αθώο. Εφικτό;

«Έλα, πάμε να φτιάξουμε ένα χωριό, να σου δώσω ένα κομμάτι της γης μου, να δώσω και σε έναν άλλο (αφού δεν θα μπορώ να τα πάρω μαζί μου όταν πεθάνω, αλλά θα πάρω τη χαρά, που σου έδωσαν την ευκαιρία να ευτυχίσεις), να χτίσουμε, να φυτέψουμε, να μου δίνεις αυγά, να σου δίνω μαρούλια, ο άλλος να μας δίνει κρασί, να έχουμε φρούτα όλο το χρόνο, να δουλέψουμε μαζί, ν’ αγοράζουμε ό,τι άλλο χρειαζόμαστε ο καθένας για τις δικές του ανάγκες, δεν ξέρω τι, αλλά – πώς να το κάνουμε, αδερφέ μου – ο κόσμος όλος κινείται με το χρήμα. Αυτό είναι άλλη ιστορία, μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Δεν θέλω να διηγηθώ μια μεγάλη ιστορία, τα πράγματα είναι απλά και ονειρεμένα. Θα έπρεπε, έστω, να είναι απλά.

»Ελπίζω να είμαι αρκετά δυνατή, παρόλο που είμαι πολύ μικρή όταν είμαι μόνη. Νιώθω καλύτερα εδώ μπροστά σας, που με είδατε, που σας είδα, που σας μίλησα. Κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος. Δεν θα μπορέσει, παρά να βγει χαμένος. Δεν θέλω να χάσω. Δεν θέλω να χάσεις. Μα αυτό το χωριό αυτό ή κάποιο άλλο που εσύ ονειρεύεσαι, η δική μας αγαπημένη κι ευγενική κοινωνία υπάρχει. Αυτός ο κόσμος υπάρχει, τον έχεις κι εσύ κρυμμένο μέσα σου. Ρίξε φως και θα τον δεις. Θα τον δούμε».

Τα φώτα σβήνουν στη σκηνή, οι κόκκινες κουρτίνες έρχονται κοντά η μία με την άλλη. Η κοπέλα χάνεται. Το αμφιθέατρο φωτίζεται ξανά σιγά-σιγά. Οι καρέκλες μάς βόλεψαν. Σηκωνόμαστε;

Ειρήνη

Κάτοχος Integrated Master του τμήματος Τεχνών Ήχου και Εικόνας, με ειδικότητα τη δημιουργία ταινιών μικρού μήκους. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, γλυκάθηκα από το μάθημα του Σεναρίου και ξεκίνησα να γράφω σε ένα blog. Μέσα από τη σχολή, θυμήθηκα κι επιβεβαίωσα ότι γράφοντας συγκινούμαι, διασκεδάζω, πονάω, εκφράζομαι, περνάω καλά, εκτονώνομαι. Η μικρή Ειρήνη το ήξερε πολύ καλά αυτό, αλλά δεν έδωσε ποτέ της σημασία… Τόσο φυσικό και φυσιολογικό τής φαινόταν, που δεν υπήρχε λόγος να το κάνει θέμα.

Σχετικά άρθρα